- βούτηγμα
- βούτηγμα, το και βούτημα, το1. το βύθισμα σε υγρό: Το βούτηγμα ψωμιού στη σαλάτα θεωρείται αγένεια.2. κουλούρι, παξιμάδι ή μπισκότα που τα βουτάμε σε ροφήματα: Χρειαζόμαστε και βουτήγματα για τον καφέ.3. η λαβή, το άρπαγμα, το πιάσιμο: Το βούτηγμα από τη χειρολαβή με εμπόδισε να πέσω.4. η κλεψιά, η υπεξαίρεση: Έγινε γερό βούτηγμα από την τράπεζα και ψάχνουν να βρουν τον ένοχο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.